- προσεδρεύσων
- προσεδρεύωsit nearfut part act masc nom sgπροσεδρεύωsit nearfut part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek